- σπάνιος
- -α, -ο / σπάνιος, -ον, ΝΜΑ [σπάνις]1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.)2. αυτός που συμβαίνει σπάνιανεοελλ.1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα»)2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α. «είναι σπάνιος νέος» β. «σπάνιο βιβλίο»)3. φρ. «σπάνιες γαίες»χημ. κοινή ονομασία μιας ευρείας ομάδας χημικών στοιχείων που ανήκουν στην ομάδα ΙΙΙb τού περιοδικού συστήματος και απαρτίζονται από το σκάνδιο, το ύττριο και τα 15 στοιχεία τής σειράς τών λανθανιδών, σύμφωνα δε με ορισμένους μελετητές και από τα στοιχεία τής σειράς τών ακτινιδών και κυρίως το θόριο και το ουράνιοαρχ.1. (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται κατά αραιά διαστήματα («δυσπρόσιτος ἔσω τε κλῇθρων σπάνιος», Ευρ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπάνιονη σπανιότητα («ὁ ταὧς διὰ τὸ σπάνιον θαυμάζεται», Εύβουλ.)3. (το ουδ. ως επίρρ.) σπανίως4. φρ. «σπάνιόν ἐστι»(συν. με απρμφ.) σπάνια συμβαίνει να...επίρρ...σπανίως ΝΜΑ, και σπάνια Νχρον. κατά αραιά χρονικά διαστήματα, αραιά και πού (α. «σπάνια τόν βλέπω πια» β. «σπανίως δὲ τοῡθ' ὑπερβαίνουσι», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.